ανεπιτήρητος

ανεπιτήρητος
denetimsiz, denetlenmeyen

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ανεπιτήρητος — η, ο επίρρ. α ανεπίβλεπτος: Καμιά περιοχή στα σύνορα δεν είναι ανεπιτήρητη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αδιαφύλακτος — η, ο [διαφυλάσσω] 1. αυτός που δεν διαφυλάχτηκε ή δεν μπορεί να διαφυλαχτεί 2. ο ανεπιτήρητος, απροφύλαχτος …   Dictionary of Greek

  • αζατιάτικος — η, ο [αζατιά] 1. απεριόριστος, ανεπιτήρητος, αφύλακτος 2. ανυπότακτος, αυθαίρετος, ασύδοτος …   Dictionary of Greek

  • απόλυτος — Ο αδέσμευτος, o ανεξάρτητος, ο απεριόριστος, ο ελεύθερος. Α. λέγεται επίσης και ο ολοκληρωτικός, o αυθύπαρκτος. (Γεωλ.)α. ηλικία πετρώματος. Η σχετικά ακριβής ηλικία σχηματισμού ενός πετρώματος η οποία μετριέται με τη βοήθεια νόμων της φυσικής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”